Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν ἀργυρίῳ

См. также в других словарях:

  • ἀργυρίω — ἀργύριον small coin neut nom/voc/acc dual ἀργύριον small coin neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρίῳ — ἀργύριον small coin neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρίωι — ἀργυρίῳ , ἀργύριον small coin neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сила и слава — богатству послушны — Ср. Все мое, сказало злато Все мое, сказал булат. Все куплю, сказало злато. А.С. Пушкин. Золото и булат. Ср. В деньгах великое дело! В деньгах и сила и власть. Н. Пушкарев. Ср. Und es herrscht der Erde Gott, das Geld. Schiller. An die Freude. 3.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

  • καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… …   Dictionary of Greek

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστεύομαι — ΝΑ, και σοφιστεύω Α [σοφιστής] φέρομαι και σκέπτομαι ως σοφιστής νεοελλ. λέω σοφιστείες αρχ. 1. είμαι σοφιστής 2. (ιδίως σχετικά με τη ρητ.) διδάσκω όπως οι σοφιστές («ἐπ ἀργυρίῳ σοφιστεύειν», Πλούτ.) 3. επινοώ, σκαρφίζομαι κάτι 4. αποκρύπτω κάτι …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»